1. Λέξη
    ξεδιαλύνω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεπλύνω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεκαθαρίζω
    • διευκρινίζω
    • αποσαφηνίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σαμποτάρω
    • μπερδεύω
    • δυσκολεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι πιο σαφές ή κατανοητό.
    • Απομακρύνω τις αμφιβολίες ή τις δυσκολίες σχετικά με ένα θέμα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος προσπάθησε να ξεδιαλύνει τις απορίες των μαθητών.
    • Μετά από μια μακρά συζήτηση, τελικά ξεδιάλυσαν το πρόβλημα.
    2