Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεδιαλύνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεπλύνω
)
Συνώνυμα
ξεκαθαρίζω
διευκρινίζω
αποσαφηνίζω
3
Αντώνυμα
σαμποτάρω
μπερδεύω
δυσκολεύω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι πιο σαφές ή κατανοητό.
Απομακρύνω τις αμφιβολίες ή τις δυσκολίες σχετικά με ένα θέμα.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος προσπάθησε να ξεδιαλύνει τις απορίες των μαθητών.
Μετά από μια μακρά συζήτηση, τελικά ξεδιάλυσαν το πρόβλημα.
2