Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεπλύνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεπλένω
-
πλύνω
-
ξεδιαλύνω
-
ξεπληρώνω
)
Συνώνυμα
πλένω
ξέπλενω
καθαρίζω
3
Αντώνυμα
μολύνω
λεκιάζω
βρομίζω
3
Ορισμός
Καθαρίζω κάτι με νερό ή άλλο υγρό για να αφαιρέσω βρωμιά ή ακαθαρσίες.
Μεταφορικά, απαλλάσσω κάποιον από ενοχές ή κατηγορίες.
2
Παραδείγματα
Ξέπλυνα τα ρούχα πριν τα στρώσω.
Ο δικηγόρος προσπάθησε να ξεπλύνει τον πελάτη του από τις κατηγορίες.
2