1. Λέξη
    ξεπλύνω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεπλένω - πλύνω - ξεδιαλύνω - ξεπληρώνω)
  2. Συνώνυμα
    • πλένω
    • ξέπλενω
    • καθαρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • μολύνω
    • λεκιάζω
    • βρομίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Καθαρίζω κάτι με νερό ή άλλο υγρό για να αφαιρέσω βρωμιά ή ακαθαρσίες.
    • Μεταφορικά, απαλλάσσω κάποιον από ενοχές ή κατηγορίες.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ξέπλυνα τα ρούχα πριν τα στρώσω.
    • Ο δικηγόρος προσπάθησε να ξεπλύνει τον πελάτη του από τις κατηγορίες.
    2