Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεκλειδώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεκλειδώνω
-
κλειδώσω
)
Συνώνυμα
ανοίγω
ξεμπλοκάρω
απελευθερώνω
3
Αντώνυμα
κλειδώνω
μπλοκάρω
αποκλείω
3
Ορισμός
Αφαιρώ το κλείδωμα από κάτι, επιτρέποντάς το να ανοίξει.
Κάνω κάτι προσβάσιμο ή διαθέσιμο.
Ελευθερώνω κάτι που ήταν περιορισμένο ή αποκλεισμένο.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να ξεκλειδώσεις την πόρτα για να μπορέσεις να μπεις.
Με αυτόν τον κωδικό μπορείς να ξεκλειδώσεις το κινητό σου.
Η νέα τεχνολογία μας επιτρέπει να ξεκλειδώσουμε νέες δυνατότητες.
3