1. Λέξη
    ξεκλειδώσω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεκλειδώνω - κλειδώσω)
  2. Συνώνυμα
    • ανοίγω
    • ξεμπλοκάρω
    • απελευθερώνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κλειδώνω
    • μπλοκάρω
    • αποκλείω
    3
  4. Ορισμός
    • Αφαιρώ το κλείδωμα από κάτι, επιτρέποντάς το να ανοίξει.
    • Κάνω κάτι προσβάσιμο ή διαθέσιμο.
    • Ελευθερώνω κάτι που ήταν περιορισμένο ή αποκλεισμένο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να ξεκλειδώσεις την πόρτα για να μπορέσεις να μπεις.
    • Με αυτόν τον κωδικό μπορείς να ξεκλειδώσεις το κινητό σου.
    • Η νέα τεχνολογία μας επιτρέπει να ξεκλειδώσουμε νέες δυνατότητες.
    3