1. Συνώνυμα
    • κλείδωμα
    • κλειδώνω
    • ασφαλίζω
    3
  2. Αντώνυμα
    • ξεκλειδώνω
    • ανοίγω
    2
  3. Ορισμός
    • Κλείνω κάτι με κλειδί ή με κάποιον μηχανισμό κλειδώματος.
    • Ενεργοποιώ τον μηχανισμό κλειδώματος ενός οχήματος ή μιας συσκευής.
    • Μεταφορικά, περιορίζω ή αποκλείω κάποιον ή κάτι.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Θα κλειδώσω την πόρτα πριν φύγω.
    • Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις το αυτοκίνητο.
    • Η απόφασή του τον κλείδωσε σε μια δύσκολη θέση.
    3