Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κλειδώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
κλειδώση
-
ξεκλειδώσω
-
κλειδώνω
-
κλειδί
-
κλειδώνομαι
-
κλειδαριά
-
κλειδαράς
)
Συνώνυμα
κλείδωμα
κλειδώνω
ασφαλίζω
3
Αντώνυμα
ξεκλειδώνω
ανοίγω
2
Ορισμός
Κλείνω κάτι με κλειδί ή με κάποιον μηχανισμό κλειδώματος.
Ενεργοποιώ τον μηχανισμό κλειδώματος ενός οχήματος ή μιας συσκευής.
Μεταφορικά, περιορίζω ή αποκλείω κάποιον ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Θα κλειδώσω την πόρτα πριν φύγω.
Μην ξεχάσεις να κλειδώσεις το αυτοκίνητο.
Η απόφασή του τον κλείδωσε σε μια δύσκολη θέση.
3