Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεκολλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεκολλάω
-
κολλώ
)
Συνώνυμα
αποκολλώ
ξεχωρίζω
αποσπώ
3
Αντώνυμα
κολλώ
ενώνω
συγκολλώ
3
Ορισμός
Αφαιρώ κάτι που ήταν κολλημένο σε μια επιφάνεια.
Καταργώ μια σύνδεση ή μια σχέση μεταξύ δύο πραγμάτων ή ανθρώπων.
Απομακρύνομαι ή αποσπώμαι από μια κατάσταση ή ένα περιβάλλον.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να ξεκολλήσεις την ταπετσαρία για να την αντικαταστήσεις.
Μετά τη συζήτηση, αποφάσισε να ξεκολλήσει από την τοξική του σχέση.
Ο δάσκαλος προσπάθησε να ξεκολλήσει τα παιδιά από τις οθόνες τους.
3