1. Λέξη
    ξεκολλάω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεκολλώ - κολλάω)
  2. Συνώνυμα
    • αποσπάω
    • ξεχωρίζω
    • αποκολλάω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κολλάω
    • ενώνω
    • συγκολλάω
    3
  4. Ορισμός
    • Αφαιρώ κάτι που ήταν κολλημένο ή προσκολλημένο σε κάτι άλλο.
    • Καταφέρνω να σταματήσω να ασχολούμαι με κάτι ή κάποιον που με απασχολούσε.
    • Απομακρύνομαι ψυχολογικά ή συναισθηματικά από μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Πρέπει να ξεκολλήσεις αυτό το αυτοκόλλητο από το παράθυρο.
    • Μετά από χρόνια, κατάφερα τελικά να ξεκολλήσω από αυτή τη τοξική σχέση.
    • Δεν μπορώ να ξεκολλήσω από αυτό το τραγούδι, το έχω στο μυαλό μου όλη μέρα.
    3