Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεκολλάω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεκολλώ
-
κολλάω
)
Συνώνυμα
αποσπάω
ξεχωρίζω
αποκολλάω
3
Αντώνυμα
κολλάω
ενώνω
συγκολλάω
3
Ορισμός
Αφαιρώ κάτι που ήταν κολλημένο ή προσκολλημένο σε κάτι άλλο.
Καταφέρνω να σταματήσω να ασχολούμαι με κάτι ή κάποιον που με απασχολούσε.
Απομακρύνομαι ψυχολογικά ή συναισθηματικά από μια κατάσταση ή ένα πρόσωπο.
3
Παραδείγματα
Πρέπει να ξεκολλήσεις αυτό το αυτοκόλλητο από το παράθυρο.
Μετά από χρόνια, κατάφερα τελικά να ξεκολλήσω από αυτή τη τοξική σχέση.
Δεν μπορώ να ξεκολλήσω από αυτό το τραγούδι, το έχω στο μυαλό μου όλη μέρα.
3