Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεκουμπίζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεκουράζομαι
)
Συνώνυμα
απογυμνώνομαι
απαλλάσσομαι
ξεφορτώνομαι
3
Αντώνυμα
ντύνομαι
φορτώνω
επιβαρύνομαι
3
Ορισμός
Αφαιρώ από πάνω μου τα ρούχα ή κάποιο εξωτερικό στρώμα.
Ελευθερώνομαι από κάτι που με δυσκολεύει ή με βαραίνει.
2
Παραδείγματα
Μόλις γύρισε σπίτι, ξεκουμπίστηκε αμέσως το παλτό του.
Ένιωσε μεγάλη ανακούφιση όταν ξεκουμπίστηκε από τις υποχρεώσεις του.
2