Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεκουράζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
κουράζομαι
-
ξεβράζομαι
-
ξεκουμπίζομαι
-
ταράζομαι
)
Συνώνυμα
χαλαρώνω
αναπαύομαι
ξεκουράζω
3
Αντώνυμα
κουράζομαι
εξαντλούμαι
επιβαρύνομαι
3
Ορισμός
Να αποκτώ ξεκούραση, να ανακτώ τις δυνάμεις μου μετά από κούραση.
Να μην κάνω τίποτα που να απαιτεί προσπάθεια ή ενέργεια, ώστε να χαλαρώσω.
2
Παραδείγματα
Μετά από μια κουραστική μέρα δουλειάς, χρειάστηκα να ξεκουραστώ λίγο πριν συνεχίσω.
Τα Σαββατοκύριακα ξεκουράζομαι στο σπίτι μου χωρίς να ανησυχώ για δουλειές.
2