Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεμένουμε (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεμένω
-
περιμένουμε
-
πλένουμε
)
Συνώνυμα
εξαντλούμαι
τελειώνω
στερείμαι
3
Αντώνυμα
διαθέτω
έχω
πλουτίζω
3
Ορισμός
Να μην έχω πλέον κάτι που είχα προηγουμένως.
Να βρίσκομαι σε κατάσταση έλλειψης ή ανεπάρκειας.
2
Παραδείγματα
Ξεμένουμε από γάλα, πρέπει να πάμε στο σούπερ μάρκετ.
Μετά από τη μακρά ξηρασία, ξεμένουμε από νερό.
2