Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεμένω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεμένουμε
-
ξεπλένω
-
ξεμείνω
)
Συνώνυμα
απομένω
παραμένω
μένω
3
Αντώνυμα
φεύγω
αποχωρώ
εγκαταλείπω
3
Ορισμός
Μένω σε ένα μέρος χωρίς να φεύγω.
Συνεχίζω να υπάρχω ή να βρίσκομαι κάπου παρά τις δυσκολίες ή τις αλλαγές.
2
Παραδείγματα
Μετά την καταστροφή, ξέμειναν μόνο λίγα κτίρια.
Παρόλο που όλοι έφυγαν, αυτός ξέμεινε να ολοκληρώσει τη δουλειά.
2