Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεμείνω (ρήμα) - (παρόμοια:
μείνω
-
ξεμένω
)
Συνώνυμα
απομείνω
παραμείνω
μείνω
3
Αντώνυμα
φύγω
αναχωρήσω
εγκαταλείψω
3
Ορισμός
Να παραμείνω σε ένα μέρος χωρίς να φύγω.
Να μείνω πίσω ενώ οι άλλοι έχουν φύγει.
Να συνεχίσω να υπάρχω ή να βρίσκομαι κάπου.
3
Παραδείγματα
Μετά το πάρτι, ξέμεινα λίγο ακόμα για να βοηθήσω με το καθάρισμα.
Όλοι έφυγαν, αλλά εγώ ξέμεινα γιατί περίμενα ένα τηλεφώνημα.
Οι εντυπώσεις του ταξιδιού ξέμειναν για πολύ καιρό στη μνήμη μου.
3