1. Λέξη
    ξεμείνω (ρήμα) - (παρόμοια: μείνω - ξεμένω)
  2. Συνώνυμα
    • απομείνω
    • παραμείνω
    • μείνω
    3
  3. Αντώνυμα
    • φύγω
    • αναχωρήσω
    • εγκαταλείψω
    3
  4. Ορισμός
    • Να παραμείνω σε ένα μέρος χωρίς να φύγω.
    • Να μείνω πίσω ενώ οι άλλοι έχουν φύγει.
    • Να συνεχίσω να υπάρχω ή να βρίσκομαι κάπου.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Μετά το πάρτι, ξέμεινα λίγο ακόμα για να βοηθήσω με το καθάρισμα.
    • Όλοι έφυγαν, αλλά εγώ ξέμεινα γιατί περίμενα ένα τηλεφώνημα.
    • Οι εντυπώσεις του ταξιδιού ξέμειναν για πολύ καιρό στη μνήμη μου.
    3