Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεπαγιάζω (ρήμα) - (παρόμοια:
αγιάζω
-
σφαγιάζω
)
Συνώνυμα
ξεπαγώνω
λιώνω
αποψύχω
3
Αντώνυμα
παγώνω
κατεψυγμένος
παγιάζω
3
Ορισμός
Να μεταβάλλω κάτι από παγωμένη σε υγρή κατάσταση.
Να κάνω κάτι να λιώσει ή να διαλυθεί από την επίδραση της θερμότητας.
Να αφαιρώ την ψυχραιμία ή την απάθεια από κάποιον ή κάτι.
3
Παραδείγματα
Ο ήλιος ξεπάγωσε τον πάγο στο μπαλκόνι.
Η ζεστή του αγκαλιά ξεπάγωσε την καρδιά μου.
Με το πέρασμα των ωρών, το κρύο ξεπάγωσε και η θερμοκρασία ανέβηκε.
3