1. Λέξη
    αγιάζω (ρήμα) - (παρόμοια: σφαγιάζω - αγκαλιάζω - ξεπαγιάζω - αηδιάζω - αδειάζω - αγοράζω)
  2. Συνώνυμα
    • παγώνω
    • κρυώνω
    • πήζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • λιώνω
    • ζεσταίνω
    • ξεπαγώνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να μετατρέπω υγρό σε στερεό λόγω χαμηλής θερμοκρασίας.
    • Να γίνομαι πολύ κρύος.
    • Να μουδιάζω από το κρύο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το νερό στην πισίνα άρχισε να αγιάζει με τις χαμηλές θερμοκρασίες.
    • Τα δάχτυλά μου άρχισαν να αγιάζουν από το κρύο.
    • Οι δρόμοι αγίασαν μετά τη χιονόπτωση.
    3