Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεραμένο (επίθετο) - (παρόμοια:
ξεχασμένο
)
Συνώνυμα
αποξηραμένο
στεγνωμένο
αφυδατωμένο
3
Αντώνυμα
υγρό
νόστιμο
φρέσκο
3
Ορισμός
Που έχει χάσει την υγρασία του ή έχει υποστεί ξήρανση.
Που δεν περιέχει υγρασία ή έχει αφυδατωθεί.
2
Παραδείγματα
Το ξεραμένο ψωμί ήταν πολύ σκληρό για να φαγωθεί.
Τα ξεραμένα φρούτα είναι μια υγιεινή επιλογή για σνακ.
2