Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεχασμένο (επίθετο) - (παρόμοια:
ξεχασμένος
-
ξεχαστώ
-
ξεραμένο
-
ξεπερασμένος
)
Συνώνυμα
λησμονημένο
παραμελημένο
αφημένο
3
Αντώνυμα
θυμημένο
ενθυμούμενο
συγκρατημένο
3
Ορισμός
που έχει ξεχαστεί ή δεν θυμάται
που έχει παραμεληθεί ή εγκαταλειφθεί
που δεν έχει ληφθεί υπόψη
3
Παραδείγματα
Βρήκα ένα ξεχασμένο βιβλίο στο παλιό μου δωμάτιο.
Το ξεχασμένο παιχνίδι ήταν ακόμα στο παιδικό δωμάτιο.
Ένας ξεχασμένος στάθμευσε στο γκαράζ για μήνες.
3