1. Λέξη
    ξεχασμένο (επίθετο) - (παρόμοια: ξεχασμένος - ξεχαστώ - ξεραμένο - ξεπερασμένος)
  2. Συνώνυμα
    • λησμονημένο
    • παραμελημένο
    • αφημένο
    3
  3. Αντώνυμα
    • θυμημένο
    • ενθυμούμενο
    • συγκρατημένο
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει ξεχαστεί ή δεν θυμάται
    • που έχει παραμεληθεί ή εγκαταλειφθεί
    • που δεν έχει ληφθεί υπόψη
    3
  5. Παραδείγματα
    • Βρήκα ένα ξεχασμένο βιβλίο στο παλιό μου δωμάτιο.
    • Το ξεχασμένο παιχνίδι ήταν ακόμα στο παιδικό δωμάτιο.
    • Ένας ξεχασμένος στάθμευσε στο γκαράζ για μήνες.
    3