1. Λέξη
    ξερόλας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ξερός)
  2. Συνώνυμα
    • πολυμαθής
    • σοφιστής
    • γνώστης
    3
  3. Αντώνυμα
    • αδαής
    • αμαθής
    • αγράμματος
    3
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που δείχνει υπερβολική αυτοπεποίθηση στις γνώσεις του, συχνά χωρίς να τις έχει πραγματικά.
    • Πρόσωπο που επιδεικνύει με ενοχλητικό τρόπο τις γνώσεις του.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ξερόλας της τάξης μας πάντα έλεγε απαντήσεις χωρίς να τις ξέρει σίγουρα.
    • Μην είσαι τόσο ξερόλας, κανείς δεν σου ζήτησε τη γνώμη σου.
    2