Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξερόλας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ξερός
)
Συνώνυμα
πολυμαθής
σοφιστής
γνώστης
3
Αντώνυμα
αδαής
αμαθής
αγράμματος
3
Ορισμός
Πρόσωπο που δείχνει υπερβολική αυτοπεποίθηση στις γνώσεις του, συχνά χωρίς να τις έχει πραγματικά.
Πρόσωπο που επιδεικνύει με ενοχλητικό τρόπο τις γνώσεις του.
2
Παραδείγματα
Ο ξερόλας της τάξης μας πάντα έλεγε απαντήσεις χωρίς να τις ξέρει σίγουρα.
Μην είσαι τόσο ξερόλας, κανείς δεν σου ζήτησε τη γνώμη σου.
2