Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξερός (επίθετο) - (παρόμοια:
ξερόλας
-
ξερή
)
Συνώνυμα
στεγνός
αποξηραμένος
άνυδρος
3
Αντώνυμα
υγρός
βρεγμένος
νοτισμένος
3
Ορισμός
Χωρίς υγρασία ή νερό.
Που δεν περιέχει υγρασία ή υγρό.
Αποξηραμένος, που έχει χάσει το νερό του.
3
Παραδείγματα
Ο ξερός αέρας της ερήμου κάνει το δέρμα να αισθάνεται σκληρό.
Τα ξερά κλαδιά σπάζουν εύκολα.
Ο ξερός ψωμίς δεν είναι τόσο νόστιμος όσο το φρέσκο.
3