Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεσηκώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεσηκώνομαι
-
σηκώνω
)
Συνώνυμα
σηκώνω
ανεβάζω
υψώνω
3
Αντώνυμα
καταβάλλω
ρίχνω
χαμηλώνω
3
Ορισμός
Ανεβάζω κάτι ή κάποιον από χαμηλότερη θέση σε υψηλότερη.
Κάνω κάποιον να σηκωθεί από τη θέση του, ειδικά από το κρεβάτι.
Ενθαρρύνω ή διεγείρω κάποιον να ενεργήσει.
3
Παραδείγματα
Ο πατέρας ξεσηκώνει το βαρύ κιβώτιο με ευκολία.
Η μητέρα ξεσηκώνει τα παιδιά νωρίς το πρωί για το σχολείο.
Ο λόγος του ηγέτη ξεσηκώνει το πλήθος.
3