Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σηκώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
σηκώνετε
-
ξεσηκώνω
-
σηκώνομαι
-
σηκώσω
)
Συνώνυμα
ανυψώνω
υψώνω
εγείρω
3
Αντώνυμα
κατεβάζω
χαμηλώνω
ρίχνω
3
Ορισμός
Να μετακινώ κάτι προς τα πάνω ή να αυξάνω το ύψος του.
Να κάνω κάποιον ή κάτι να σηκωθεί από μια θέση ή κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Σήκωσε το βιβλίο από το πάτωμα.
Η μητέρα σήκωσε το μωρό από το κρεβάτι.
2