1. Λέξη
    σηκώνω (ρήμα) - (παρόμοια: σηκώνετε - ξεσηκώνω - σηκώνομαι - σηκώσω)
  2. Συνώνυμα
    • ανυψώνω
    • υψώνω
    • εγείρω
    3
  3. Αντώνυμα
    • κατεβάζω
    • χαμηλώνω
    • ρίχνω
    3
  4. Ορισμός
    • Να μετακινώ κάτι προς τα πάνω ή να αυξάνω το ύψος του.
    • Να κάνω κάποιον ή κάτι να σηκωθεί από μια θέση ή κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Σήκωσε το βιβλίο από το πάτωμα.
    • Η μητέρα σήκωσε το μωρό από το κρεβάτι.
    2