Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεφεύγω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεφύγω
-
φεύγω
)
Συνώνυμα
διαφεύγω
ξεγλιστράω
διαφεύγω
3
Αντώνυμα
παγιδεύομαι
πιάνω
εγκλωβίζομαι
3
Ορισμός
Να απομακρύνομαι γρήγορα ή κρυφά από κάποιον ή κάτι.
Να αποφεύγω μια δύσκολη κατάσταση ή συνέπεια.
2
Παραδείγματα
Ο κλέφτης ξέφυγε από την αστυνομία πριν προλάβουν να τον πιάσουν.
Προσπάθησα να ξεφύγω από την κουβέντα που με έκανε να νιώθω άβολα.
2