Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φεύγω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεφεύγω
-
φύγω
-
αποφεύγω
-
διαφεύγω
)
Συνώνυμα
αποχωρώ
εγκαταλείπω
απομακρύνομαι
3
Αντώνυμα
έρχομαι
φτάνω
παραμένω
3
Ορισμός
Να αφήνω ένα μέρος ή μια κατάσταση, να απομακρύνομαι.
Να εγκαταλείπω κάτι ή κάποιον, να αποχωρώ.
2
Παραδείγματα
Αποφάσισα να φύγω από την πόλη για να ζήσω σε ένα χωριό.
Όταν άκουσε τα νέα, έφυγε χωρίς να πει τίποτα.
2