1. Λέξη
    φεύγω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεφεύγω - φύγω - αποφεύγω - διαφεύγω)
  2. Συνώνυμα
    • αποχωρώ
    • εγκαταλείπω
    • απομακρύνομαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • έρχομαι
    • φτάνω
    • παραμένω
    3
  4. Ορισμός
    • Να αφήνω ένα μέρος ή μια κατάσταση, να απομακρύνομαι.
    • Να εγκαταλείπω κάτι ή κάποιον, να αποχωρώ.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αποφάσισα να φύγω από την πόλη για να ζήσω σε ένα χωριό.
    • Όταν άκουσε τα νέα, έφυγε χωρίς να πει τίποτα.
    2