Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεφυτρώσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεφυτρώνω
)
Συνώνυμα
βλαστάνω
αναδύομαι
προκύπτω
3
Αντώνυμα
μαραίνομαι
ξεριζώνομαι
σβήνω
3
Ορισμός
να αρχίσω να αναπτύσσομαι ή να εμφανίζομαι, συνήθως αναφέρεται σε φυτά ή ιδέες
να βγει από το έδαφος ή από μια κατάσταση αδράνειας
2
Παραδείγματα
Μετά τη βροχή, τα λουλούδια ξεφύτρωσαν στο κήπο.
Μια νέα ιδέα ξεφύτρωσε στο μυαλό του κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
2