Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεφυτρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεφυτρώσω
-
φυτρώνω
)
Συνώνυμα
αναδύομαι
βλαστάνω
αναβλαστάνω
φυτρώνω
4
Αντώνυμα
μαραίνομαι
ξεραίνομαι
σβήνω
3
Ορισμός
να αρχίζει να φαίνεται ή να αναπτύσσεται κάτι, συνήθως φυτικό
να εμφανίζεται ή να δημιουργείται ξαφνικά ή σταδιακά
2
Παραδείγματα
Τα λουλούδια ξεφύτρωσαν μετά τη βροχή.
Μια νέα ιδέα ξεφύτρωσε στο μυαλό του.
2