1. Λέξη
    ξεφυτρώνω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεφυτρώσω - φυτρώνω)
  2. Συνώνυμα
    • αναδύομαι
    • βλαστάνω
    • αναβλαστάνω
    • φυτρώνω
    4
  3. Αντώνυμα
    • μαραίνομαι
    • ξεραίνομαι
    • σβήνω
    3
  4. Ορισμός
    • να αρχίζει να φαίνεται ή να αναπτύσσεται κάτι, συνήθως φυτικό
    • να εμφανίζεται ή να δημιουργείται ξαφνικά ή σταδιακά
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τα λουλούδια ξεφύτρωσαν μετά τη βροχή.
    • Μια νέα ιδέα ξεφύτρωσε στο μυαλό του.
    2