1. Λέξη
    ξεχειλίζω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεχωρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεχύνομαι
    • πλημμυρίζω
    • κυλώ
    • ξεχειλίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • στεγνώνω
    • αδειάζω
    • συγκρατώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να γεμίζω πάνω από τα όρια μου και να χύνομαι.
    • Να είμαι γεμάτος σε σημείο που δεν μπορώ να συγκρατηθώ.
    • Να εκδηλώνομαι με ένταση και αφθονία.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο ποταμός ξεχείλισε μετά τις βροχές και πλημμύρισε τα γύρω χωράφια.
    • Η χαρά της ξεχείλισε όταν έμαθε τα νέα.
    • Ο κόσμος ξεχείλιζε από τα στάδια κατά τη διάρκεια του αγώνα.
    3