Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεχειλίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεχωρίζω
)
Συνώνυμα
ξεχύνομαι
πλημμυρίζω
κυλώ
ξεχειλίζω
4
Αντώνυμα
στεγνώνω
αδειάζω
συγκρατώ
3
Ορισμός
Να γεμίζω πάνω από τα όρια μου και να χύνομαι.
Να είμαι γεμάτος σε σημείο που δεν μπορώ να συγκρατηθώ.
Να εκδηλώνομαι με ένταση και αφθονία.
3
Παραδείγματα
Ο ποταμός ξεχείλισε μετά τις βροχές και πλημμύρισε τα γύρω χωράφια.
Η χαρά της ξεχείλισε όταν έμαθε τα νέα.
Ο κόσμος ξεχείλιζε από τα στάδια κατά τη διάρκεια του αγώνα.
3