1. Λέξη
    ξεχωρίζω (ρήμα) - (παρόμοια: χωρίζω - ξεχειλίζω - διαχωρίζω - ξεχωριστό)
  2. Συνώνυμα
    • διακρίνω
    • διαχωρίζω
    • ξεχωρίζω
    • διαχωρίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • συγχωνεύω
    • συγχέω
    • ανακατεύω
    3
  4. Ορισμός
    • Να διαχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, να το κάνω ξεχωριστό.
    • Να ξεχωρίζω κάποιον ή κάτι λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ή ικανοτήτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο δάσκαλος ξεχώρισε την εργασία της Μαρίας για την πρωτότυπη σκέψη της.
    • Αυτό το ζευγάρι παπούτσια ξεχωρίζει για την άνεση και το στυλ του.
    2