Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεχωρίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
χωρίζω
-
ξεχειλίζω
-
διαχωρίζω
-
ξεχωριστό
)
Συνώνυμα
διακρίνω
διαχωρίζω
ξεχωρίζω
διαχωρίζω
4
Αντώνυμα
συγχωνεύω
συγχέω
ανακατεύω
3
Ορισμός
Να διαχωρίζω κάτι από κάτι άλλο, να το κάνω ξεχωριστό.
Να ξεχωρίζω κάποιον ή κάτι λόγω ιδιαίτερων χαρακτηριστικών ή ικανοτήτων.
2
Παραδείγματα
Ο δάσκαλος ξεχώρισε την εργασία της Μαρίας για την πρωτότυπη σκέψη της.
Αυτό το ζευγάρι παπούτσια ξεχωρίζει για την άνεση και το στυλ του.
2