Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεχωριστός (επίθετο) - (παρόμοια:
ξεχωριστό
-
χριστός
)
Συνώνυμα
διαφορετικός
μοναδικός
ξεχωριστός
3
Αντώνυμα
κοινός
συνηθισμένος
συμβατικός
3
Ορισμός
που διαφέρει από τα υπόλοιπα, που ξεχωρίζει για κάποιο χαρακτηριστικό
που δεν είναι μέρος ενός συνόλου ή μιας ομάδας
2
Παραδείγματα
Αυτή η ευκαιρία είναι ξεχωριστή και δεν πρέπει να τη χάσεις.
Ο καθένας μας έχει ένα ξεχωριστό ταλέντο.
2