1. Λέξη
    ξεχωριστός (επίθετο) - (παρόμοια: ξεχωριστό - χριστός)
  2. Συνώνυμα
    • διαφορετικός
    • μοναδικός
    • ξεχωριστός
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοινός
    • συνηθισμένος
    • συμβατικός
    3
  4. Ορισμός
    • που διαφέρει από τα υπόλοιπα, που ξεχωρίζει για κάποιο χαρακτηριστικό
    • που δεν είναι μέρος ενός συνόλου ή μιας ομάδας
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αυτή η ευκαιρία είναι ξεχωριστή και δεν πρέπει να τη χάσεις.
    • Ο καθένας μας έχει ένα ξεχωριστό ταλέντο.
    2