1. Λέξη
    ξεχωριστό (επίθετο) - (παρόμοια: ξεχωριστός - ξεχωρίζω)
  2. Συνώνυμα
    • διαφορετικό
    • ξεχωριστό
    • μοναδικό
    3
  3. Αντώνυμα
    • κοινό
    • συνηθισμένο
    • συμβατικό
    3
  4. Ορισμός
    • που διακρίνεται από τα υπόλοιπα λόγω κάποιων ιδιαιτεροτήτων
    • που δεν ανήκει σε κάποια κατηγορία ή ομάδα
    2
  5. Παραδείγματα
    • Αυτό το έργο είναι πραγματικά ξεχωριστό και αξίζει να το δεις.
    • Η Μαρία έχει ένα ξεχωριστό ταλέντο στη ζωγραφική.
    2