Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεχωριστό (επίθετο) - (παρόμοια:
ξεχωριστός
-
ξεχωρίζω
)
Συνώνυμα
διαφορετικό
ξεχωριστό
μοναδικό
3
Αντώνυμα
κοινό
συνηθισμένο
συμβατικό
3
Ορισμός
που διακρίνεται από τα υπόλοιπα λόγω κάποιων ιδιαιτεροτήτων
που δεν ανήκει σε κάποια κατηγορία ή ομάδα
2
Παραδείγματα
Αυτό το έργο είναι πραγματικά ξεχωριστό και αξίζει να το δεις.
Η Μαρία έχει ένα ξεχωριστό ταλέντο στη ζωγραφική.
2