1. Λέξη
    ξοδεύω (ρήμα) - (παρόμοια: οδεύω)
  2. Συνώνυμα
    • δαπανώ
    • καταναλώνω
    • χρησιμοποιώ
    3
  3. Αντώνυμα
    • εκτιμώ
    • αποταμιεύω
    • σώζω
    3
  4. Ορισμός
    • Καταναλώνω χρήματα ή άλλους πόρους για κάτι.
    • Χρησιμοποιώ χρόνο ή ενέργεια για κάποιο σκοπό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ξόδεψα πολλά χρήματα για να αγοράσω αυτό το αυτοκίνητο.
    • Δεν θέλω να ξοδέψω περισσότερο χρόνο σε αυτή την εργασία.
    2