Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξοδεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
οδεύω
)
Συνώνυμα
δαπανώ
καταναλώνω
χρησιμοποιώ
3
Αντώνυμα
εκτιμώ
αποταμιεύω
σώζω
3
Ορισμός
Καταναλώνω χρήματα ή άλλους πόρους για κάτι.
Χρησιμοποιώ χρόνο ή ενέργεια για κάποιο σκοπό.
2
Παραδείγματα
Ξόδεψα πολλά χρήματα για να αγοράσω αυτό το αυτοκίνητο.
Δεν θέλω να ξοδέψω περισσότερο χρόνο σε αυτή την εργασία.
2