1. Λέξη
    οδεύω (ρήμα) - (παρόμοια: ξοδεύω - συνοδεύω)
  2. Συνώνυμα
    • περπατώ
    • βαδίζω
    • πηγαίνω
    • διασχίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • ακινητώ
    • καθίσταμαι
    3
  4. Ορισμός
    • Προχωρώ με τα πόδια, περπατώ.
    • Κινούμαι σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
    • Ταξιδεύω, κάνω ένα ταξίδι.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οδεύω προς τον σταθμό για να πάρω το τρένο.
    • Ο στρατός οδεύει προς τα βόρεια.
    • Οδεύουμε προς μια νέα εποχή με τις τεχνολογικές εξελίξεις.
    3