Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οδεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξοδεύω
-
συνοδεύω
)
Συνώνυμα
περπατώ
βαδίζω
πηγαίνω
διασχίζω
4
Αντώνυμα
σταματώ
ακινητώ
καθίσταμαι
3
Ορισμός
Προχωρώ με τα πόδια, περπατώ.
Κινούμαι σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
Ταξιδεύω, κάνω ένα ταξίδι.
3
Παραδείγματα
Οδεύω προς τον σταθμό για να πάρω το τρένο.
Ο στρατός οδεύει προς τα βόρεια.
Οδεύουμε προς μια νέα εποχή με τις τεχνολογικές εξελίξεις.
3