Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξυλεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ξηλεία
-
δουλεία
)
Συνώνυμα
ξύλο
ξυλώδης ύλη
δέντρο
3
Αντώνυμα
μέταλλο
πλαστικό
γυαλί
3
Ορισμός
Υλικό που προέρχεται από δέντρα και χρησιμοποιείται για κατασκευές ή καύσιμα.
Συλλογή ξύλων ή ξυλείας που προορίζεται για συγκεκριμένη χρήση.
2
Παραδείγματα
Η ξυλεία από το δάσος χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του σπιτιού.
Αγόρασε ξυλεία για να φτιάξει ένα νέο έπιπλο.
2