Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
δουλεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
δουλείες
-
δουλειά
-
δουλεύω
-
δουλειές
-
δουλεύουν
-
ξυλεία
-
δουλεύουμε
)
Συνώνυμα
σκλαβιά
δουλοπάροικος
υποδούλωση
3
Αντώνυμα
ελευθερία
ανεξαρτησία
αυτονομία
3
Ορισμός
Η κατάσταση στην οποία ένα άτομο ανήκει σε άλλον και υποχρεούται να υπηρετεί χωρίς ελευθερία.
Η κατάσταση της υποταγής και της έλλειψης ελευθερίας.
2
Παραδείγματα
Η δουλεία ήταν κοινή πρακτική στην αρχαία Ελλάδα.
Μετά από χρόνια δουλείας, απέκτησε την ελευθερία του.
2