Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οικειότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ομοιότητα
-
τελειότητα
)
Συνώνυμα
συγγένεια
οικειότητα
οικείωση
φιλία
σχέση
5
Αντώνυμα
αλλοτρίωση
αποξένωση
ασυνεννοησία
ασυμβατότητα
4
Ορισμός
Η ιδιότητα του να είναι κάποιος οικείος ή γνώριμος με κάποιον ή κάτι.
Η στενή σχέση ή επαφή μεταξύ ανθρώπων που προέρχεται από κοινές εμπειρίες ή συναισθήματα.
Η εξοικείωση με μια γλώσσα, μια τέχνη ή μια επιστήμη.
3
Παραδείγματα
Η οικειότητα μεταξύ των δύο φίλων ήταν εμφανής από τον τρόπο που συμπεριφέρονταν ο ένας στον άλλο.
Απέκτησε οικειότητα με την αγγλική γλώσσα μετά από χρόνια μελέτης και πρακτικής.
Η οικειότητα που αναπτύχθηκε μεταξύ των συναδέλφων κατά τη διάρκεια του έργου τους βοήθησε στην ομαλή συνεργασία.
3