1. Λέξη
    οικειότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ομοιότητα - τελειότητα)
  2. Συνώνυμα
    • συγγένεια
    • οικειότητα
    • οικείωση
    • φιλία
    • σχέση
    5
  3. Αντώνυμα
    • αλλοτρίωση
    • αποξένωση
    • ασυνεννοησία
    • ασυμβατότητα
    4
  4. Ορισμός
    • Η ιδιότητα του να είναι κάποιος οικείος ή γνώριμος με κάποιον ή κάτι.
    • Η στενή σχέση ή επαφή μεταξύ ανθρώπων που προέρχεται από κοινές εμπειρίες ή συναισθήματα.
    • Η εξοικείωση με μια γλώσσα, μια τέχνη ή μια επιστήμη.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η οικειότητα μεταξύ των δύο φίλων ήταν εμφανής από τον τρόπο που συμπεριφέρονταν ο ένας στον άλλο.
    • Απέκτησε οικειότητα με την αγγλική γλώσσα μετά από χρόνια μελέτης και πρακτικής.
    • Η οικειότητα που αναπτύχθηκε μεταξύ των συναδέλφων κατά τη διάρκεια του έργου τους βοήθησε στην ομαλή συνεργασία.
    3