Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
τελειότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μεγαλειότητα
-
τιμιότητα
-
οικειότητα
)
Συνώνυμα
αριστεία
πληρότητα
ανυπέρβλητο
3
Αντώνυμα
ατέλεια
ελάττωμα
αναποτελεσματικότητα
3
Ορισμός
Η κατάσταση ή η ποιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι τέλειο, χωρίς ελαττώματα ή λάθη.
Το υψηλότερο επίπεδο αριστείας ή πληρότητας που μπορεί να επιτευχθεί.
2
Παραδείγματα
Η τελειότητα είναι δύσκολο να επιτευχθεί, αλλά πρέπει να τη στοχεύουμε.
Το έργο του καλλιτέχνη χαρακτηρίζεται από τελειότητα στη λεπτομέρεια.
2