1. Λέξη
    τελειότητα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μεγαλειότητα - τιμιότητα - οικειότητα)
  2. Συνώνυμα
    • αριστεία
    • πληρότητα
    • ανυπέρβλητο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ατέλεια
    • ελάττωμα
    • αναποτελεσματικότητα
    3
  4. Ορισμός
    • Η κατάσταση ή η ποιότητα του να είναι κάποιος ή κάτι τέλειο, χωρίς ελαττώματα ή λάθη.
    • Το υψηλότερο επίπεδο αριστείας ή πληρότητας που μπορεί να επιτευχθεί.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η τελειότητα είναι δύσκολο να επιτευχθεί, αλλά πρέπει να τη στοχεύουμε.
    • Το έργο του καλλιτέχνη χαρακτηρίζεται από τελειότητα στη λεπτομέρεια.
    2