Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οικιακός (επίθετο) - (παρόμοια:
αποικιακός
-
οικογενειακός
-
οικισμός
)
Συνώνυμα
οικογενειακός
σπιτικός
οικιακός
3
Αντώνυμα
επαγγελματικός
βιομηχανικός
δημόσιος
3
Ορισμός
Σχετικός με το σπίτι ή την οικογένεια.
Που χρησιμοποιείται ή συμβαίνει στο σπίτι.
Που αφορά τη διαχείριση ή τη λειτουργία ενός νοικοκυριού.
3
Παραδείγματα
Ο οικιακός βοηθός είναι απαραίτητος για τη συντήρηση του σπιτιού.
Η οικιακή εργασία μπορεί να είναι κουραστική αν δεν υπάρχει οργάνωση.
Τα οικιακά απορρίμματα πρέπει να διαχωρίζονται για ανακύκλωση.
3