1. Λέξη
    οικιακός (επίθετο) - (παρόμοια: αποικιακός - οικογενειακός - οικισμός)
  2. Συνώνυμα
    • οικογενειακός
    • σπιτικός
    • οικιακός
    3
  3. Αντώνυμα
    • επαγγελματικός
    • βιομηχανικός
    • δημόσιος
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με το σπίτι ή την οικογένεια.
    • Που χρησιμοποιείται ή συμβαίνει στο σπίτι.
    • Που αφορά τη διαχείριση ή τη λειτουργία ενός νοικοκυριού.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο οικιακός βοηθός είναι απαραίτητος για τη συντήρηση του σπιτιού.
    • Η οικιακή εργασία μπορεί να είναι κουραστική αν δεν υπάρχει οργάνωση.
    • Τα οικιακά απορρίμματα πρέπει να διαχωρίζονται για ανακύκλωση.
    3