Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οικογενειακός (επίθετο) - (παρόμοια:
οικογενειακή
-
ενδοοικογενειακός
-
οικογενειάρχης
-
οικιακός
-
οικογένεια
)
Συνώνυμα
οικογενειακός
οικογενειακής φύσης
οικογενειακό
3
Αντώνυμα
ατομικός
ατομικό
ατομικής φύσης
3
Ορισμός
Σχετικός με την οικογένεια ή που αφορά την οικογένεια.
Που χαρακτηρίζει ή ανήκει στην οικογένεια.
2
Παραδείγματα
Η οικογενειακή γιορτή ήταν πολύ ευχάριστη.
Το οικογενειακό εισόδημα αυξήθηκε φέτος.
2