1. Λέξη
    οικογενειακός (επίθετο) - (παρόμοια: οικογενειακή - ενδοοικογενειακός - οικογενειάρχης - οικιακός - οικογένεια)
  2. Συνώνυμα
    • οικογενειακός
    • οικογενειακής φύσης
    • οικογενειακό
    3
  3. Αντώνυμα
    • ατομικός
    • ατομικό
    • ατομικής φύσης
    3
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την οικογένεια ή που αφορά την οικογένεια.
    • Που χαρακτηρίζει ή ανήκει στην οικογένεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η οικογενειακή γιορτή ήταν πολύ ευχάριστη.
    • Το οικογενειακό εισόδημα αυξήθηκε φέτος.
    2