Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οικονομική (επίθετο) - (παρόμοια:
οικονομικά
-
οικονομικός
-
οικονομία
)
Συνώνυμα
οικονομικός
χρηματοοικονομικός
σχετικός με τα οικονομικά
3
Αντώνυμα
μη οικονομικός
αντιοικονομικός
2
Ορισμός
Σχετικός με τη διαχείριση χρημάτων, εσόδων και εξόδων.
Που αφορά την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών.
Που χαρακτηρίζεται από οικονομία ή φειδώ.
3
Παραδείγματα
Η οικονομική κρίση επηρέασε πολλές χώρες.
Οι οικονομικές δυσκολίες ανάγκασαν την εταιρεία να κλείσει.
Μια οικονομική λύση στο πρόβλημα θα ήταν η μείωση των δαπανών.
3