Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οικονομικός (επίθετο) - (παρόμοια:
οικονομική
-
οικονομικά
-
οικονομία
-
νομικός
-
οικολογικός
-
κληρονομικός
-
υγειονομικός
)
Συνώνυμα
φθηνός
συμφέρων
οικονομικά αποδοτικός
3
Αντώνυμα
δαπανηρός
ακριβός
αντιοικονομικός
3
Ορισμός
Σχετικός με την οικονομία ή τη διαχείριση των οικονομικών πόρων.
Που χαρακτηρίζεται από καλή διαχείριση χρημάτων ή πόρων, με στόχο την εξοικονόμηση ή τη μείωση δαπανών.
2
Παραδείγματα
Η επιλογή ενός οικονομικού αυτοκινήτου μπορεί να βοηθήσει στη μείωση των μηνιαίων δαπανών.
Μια οικονομική λύση για τη θέρμανση του σπιτιού είναι η χρήση ηλιακών συλλεκτών.
2