1. Λέξη
    ολοκλήρωση (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κλήρωση)
  2. Συνώνυμα
    • ολοκλήρωση
    • τελείωμα
    • συμπλήρωση
    • εκπλήρωση
    4
  3. Αντώνυμα
    • ημιτελής
    • ατέλεια
    • αναβολή
    • διακοπή
    4
  4. Ορισμός
    • Η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του να ολοκληρώνεται κάτι, να φτάνει στο τέλος του.
    • Η κατάσταση όταν κάτι έχει φτάσει στην τελική του μορφή ή έχει εκπληρωθεί πλήρως.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η ολοκλήρωση του έργου θα γίνει τον επόμενο μήνα.
    • Μετά από χρόνια σκληρής δουλειάς, η ολοκλήρωση των σπουδών του ήταν μια μεγάλη επιτυχία.
    2