Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ολόγραμμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
πρόγραμμα
-
γραμμα
)
Συνώνυμα
πλήρες γράμμα
ολοκληρωμένο γράμμα
2
Αντώνυμα
ατελές γράμμα
μερικό γράμμα
2
Ορισμός
Έγγραφο ή επιστολή που περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες ή λεπτομέρειες.
Μια πλήρης και ολοκληρωμένη επικοινωνία γραπτώς.
2
Παραδείγματα
Ο διευθυντής έστειλε ένα ολόγραμμα σε όλους τους εργαζόμενους με τις νέες οδηγίες.
Το ολόγραμμα του δημάρχου περιελάμβανε αναλυτικές πληροφορίες για το νέο σχέδιο πόλης.
2