1. Λέξη
    ολόγραμμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: πρόγραμμα - γραμμα)
  2. Συνώνυμα
    • πλήρες γράμμα
    • ολοκληρωμένο γράμμα
    2
  3. Αντώνυμα
    • ατελές γράμμα
    • μερικό γράμμα
    2
  4. Ορισμός
    • Έγγραφο ή επιστολή που περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες ή λεπτομέρειες.
    • Μια πλήρης και ολοκληρωμένη επικοινωνία γραπτώς.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο διευθυντής έστειλε ένα ολόγραμμα σε όλους τους εργαζόμενους με τις νέες οδηγίες.
    • Το ολόγραμμα του δημάρχου περιελάμβανε αναλυτικές πληροφορίες για το νέο σχέδιο πόλης.
    2