Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γραμμα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
γραμμή
-
γραμματίο
-
γραμματέας
-
γραμματεία
-
γραμμαρίου
-
γραμματική
-
γραμματόσημο
-
ολόγραμμα
-
γραμμάριο
-
διάγραμμα
-
γραμμένος
-
πρόγραμμα
-
γραμματοσειρά
-
γράμμα
-
γραμμόφωνο
-
περίγραμμα
-
γραμματοκιβώτιο
)
Συνώνυμα
γράμμα
χαρακτήρας
στοιχείο
3
Αντώνυμα
αριθμός
ψηφίο
2
Ορισμός
Το μικρότερο στοιχείο της γραφής μιας γλώσσας που αντιπροσωπεύει έναν ήχο.
Ένα γραπτό σύμβολο που χρησιμοποιείται για την αναπαράσταση ενός φθόγγου ή συνδυασμού φθόγγων.
2
Παραδείγματα
Το ελληνικό αλφάβητο έχει 24 γράμματα.
Έγραψε ένα γράμμα στη φίλη του για να της πει τα νέα.
2