1. Λέξη
    ομιλητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια: ομιλητικός - ομιλώ)
  2. Συνώνυμα
    • ομιλητής
    • ρήτορας
    • δημηγόρος
    • αγοριαστής
    4
  3. Αντώνυμα
    • ακροατής
    • ακούων
    2
  4. Ορισμός
    • Πρόσωπο που μιλάει σε δημόσια συγκέντρωση ή συνέδριο.
    • Πρόσωπο που έχει την ικανότητα να μιλάει δημοσίως με ευφράδεια και πειστικότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ομιλητής ανέλαβε το βήμα και άρχισε την ομιλία του.
    • Ο γνωστός ομιλητής έδωσε μια εντυπωσιακή διάλεξη για το περιβάλλον.
    2