Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ομιλητής (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ομιλητικός
-
ομιλώ
)
Συνώνυμα
ομιλητής
ρήτορας
δημηγόρος
αγοριαστής
4
Αντώνυμα
ακροατής
ακούων
2
Ορισμός
Πρόσωπο που μιλάει σε δημόσια συγκέντρωση ή συνέδριο.
Πρόσωπο που έχει την ικανότητα να μιλάει δημοσίως με ευφράδεια και πειστικότητα.
2
Παραδείγματα
Ο ομιλητής ανέλαβε το βήμα και άρχισε την ομιλία του.
Ο γνωστός ομιλητής έδωσε μια εντυπωσιακή διάλεξη για το περιβάλλον.
2