Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ομιλώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ομιλία
-
μιλώ
-
ομιλητής
)
Συνώνυμα
μιλώ
λαλώ
συνομιλώ
συζητώ
4
Αντώνυμα
σιωπώ
αποσιωπώ
κρύβομαι
3
Ορισμός
Εκφράζω λόγο ή γνώμη με φωνητικά μέσα.
Επικοινωνώ με κάποιον με λόγια.
Μιλάω δημόσια ή σε επίσημη εκδήλωση.
3
Παραδείγματα
Ομιλώ ελληνικά και αγγλικά.
Θα ομιλήσει ο πρόεδρος στη συνέλευση.
Ομιλούσαν για ώρες χωρίς να κουραστούν.
3