1. Λέξη
    ομιλώ (ρήμα) - (παρόμοια: ομιλία - μιλώ - ομιλητής)
  2. Συνώνυμα
    • μιλώ
    • λαλώ
    • συνομιλώ
    • συζητώ
    4
  3. Αντώνυμα
    • σιωπώ
    • αποσιωπώ
    • κρύβομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Εκφράζω λόγο ή γνώμη με φωνητικά μέσα.
    • Επικοινωνώ με κάποιον με λόγια.
    • Μιλάω δημόσια ή σε επίσημη εκδήλωση.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ομιλώ ελληνικά και αγγλικά.
    • Θα ομιλήσει ο πρόεδρος στη συνέλευση.
    • Ομιλούσαν για ώρες χωρίς να κουραστούν.
    3