Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ομολογήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ομολογώ
-
ομολογία
)
Συνώνυμα
παραδέχομαι
εξομολογούμαι
αναγνωρίζω
3
Αντώνυμα
αρνούμαι
διαψεύδω
αποκρύπτω
3
Ορισμός
Να δηλώσει κάποιος δημόσια ή επίσημα ότι κάτι είναι αληθινό ή ότι έχει κάνει κάτι.
Να παραδεχτεί κάποιος κάτι που συνήθως κρύβεται ή δεν αποκαλύπτεται εύκολα.
2
Παραδείγματα
Θα ομολογήσω ότι έκανα λάθος.
Ομολόγησε την αγάπη του γι' αυτήν.
2