1. Λέξη
    ομολογήσω (ρήμα) - (παρόμοια: ομολογώ - ομολογία)
  2. Συνώνυμα
    • παραδέχομαι
    • εξομολογούμαι
    • αναγνωρίζω
    3
  3. Αντώνυμα
    • αρνούμαι
    • διαψεύδω
    • αποκρύπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Να δηλώσει κάποιος δημόσια ή επίσημα ότι κάτι είναι αληθινό ή ότι έχει κάνει κάτι.
    • Να παραδεχτεί κάποιος κάτι που συνήθως κρύβεται ή δεν αποκαλύπτεται εύκολα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα ομολογήσω ότι έκανα λάθος.
    • Ομολόγησε την αγάπη του γι' αυτήν.
    2