Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ομολογουμένως (επίρρημα) - (παρόμοια:
ομολογώ
-
ομολογία
)
Συνώνυμα
αδιαμφισβήτητα
αναμφίβολα
σίγουρα
3
Αντώνυμα
αμφισβητήσιμα
αμφίβολα
αναξιόπιστα
3
Ορισμός
Με τρόπο που γίνεται δεκτός από όλους χωρίς αμφιβολία ή αντίρρηση.
Με τρόπο που είναι γενικά αποδεκτός ή αναγνωρισμένος.
2
Παραδείγματα
Ομολογουμένως, αυτή ήταν η καλύτερη παράσταση της χρονιάς.
Ομολογουμένως, ο νέος υπάλληλος έχει εντυπωσιάσει με την απόδοσή του.
2