1. Λέξη
    ομολογουμένως (επίρρημα) - (παρόμοια: ομολογώ - ομολογία)
  2. Συνώνυμα
    • αδιαμφισβήτητα
    • αναμφίβολα
    • σίγουρα
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμφισβητήσιμα
    • αμφίβολα
    • αναξιόπιστα
    3
  4. Ορισμός
    • Με τρόπο που γίνεται δεκτός από όλους χωρίς αμφιβολία ή αντίρρηση.
    • Με τρόπο που είναι γενικά αποδεκτός ή αναγνωρισμένος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ομολογουμένως, αυτή ήταν η καλύτερη παράσταση της χρονιάς.
    • Ομολογουμένως, ο νέος υπάλληλος έχει εντυπωσιάσει με την απόδοσή του.
    2