Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οπλοκατοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κατοχή
)
Συνώνυμα
οπλοφορία
οπλοβαρύτητα
2
Αντώνυμα
αφοπλισμός
απλοποίηση
2
Ορισμός
Η κατοχή όπλων από ένα άτομο ή ομάδα.
Η νόμιμη ή παράνομη κατοχή όπλων.
2
Παραδείγματα
Η οπλοκατοχή στην Ελλάδα απαιτεί ειδική άδεια.
Η αύξηση της οπλοκατοχής σε ορισμένες περιοχές έχει προκαλέσει ανησυχίες.
2