1. Λέξη
    οπλοκατοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κατοχή)
  2. Συνώνυμα
    • οπλοφορία
    • οπλοβαρύτητα
    2
  3. Αντώνυμα
    • αφοπλισμός
    • απλοποίηση
    2
  4. Ορισμός
    • Η κατοχή όπλων από ένα άτομο ή ομάδα.
    • Η νόμιμη ή παράνομη κατοχή όπλων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η οπλοκατοχή στην Ελλάδα απαιτεί ειδική άδεια.
    • Η αύξηση της οπλοκατοχής σε ορισμένες περιοχές έχει προκαλέσει ανησυχίες.
    2