1. Λέξη
    κατοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια: οπλοκατοχή - κατουρώ - κατοικώ)
  2. Συνώνυμα
    • κατάληψη
    • έλεγχος
    • κρατών
    3
  3. Αντώνυμα
    • απελευθέρωση
    • αποχώρηση
    2
  4. Ορισμός
    • Η διαδικασία ή η κατάσταση κατά την οποία μια περιοχή ή ένα κτίριο βρίσκεται υπό τον έλεγχο μιας ξένης δύναμης ή ομάδας.
    • Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος έχει στην κατοχή του ένα αντικείμενο ή μια ιδιοκτησία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η κατοχή της πόλης από τους εισβολείς διήρκεσε πέντε χρόνια.
    • Η κατοχή ενός σπιτιού απαιτεί πολλές ευθύνες.
    2