Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κατοχή (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
οπλοκατοχή
-
κατουρώ
-
κατοικώ
)
Συνώνυμα
κατάληψη
έλεγχος
κρατών
3
Αντώνυμα
απελευθέρωση
αποχώρηση
2
Ορισμός
Η διαδικασία ή η κατάσταση κατά την οποία μια περιοχή ή ένα κτίριο βρίσκεται υπό τον έλεγχο μιας ξένης δύναμης ή ομάδας.
Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος έχει στην κατοχή του ένα αντικείμενο ή μια ιδιοκτησία.
2
Παραδείγματα
Η κατοχή της πόλης από τους εισβολείς διήρκεσε πέντε χρόνια.
Η κατοχή ενός σπιτιού απαιτεί πολλές ευθύνες.
2