1. Λέξη
    οπλοφορώ (ρήμα) - (παρόμοια: οπλοφορία - κυκλοφορώ)
  2. Συνώνυμα
    • οπλοφορώ
    • φορώ όπλο
    • έχω όπλο
    3
  3. Αντώνυμα
    • αφοπλίζω
    • αφαιρώ όπλο
    2
  4. Ορισμός
    • Φοράω ή κουβαλώ όπλο μαζί μου.
    • Έχω το δικαίωμα να κουβαλάω όπλο.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο φρουρός οπλοφορεί για την προστασία της εγκατάστασης.
    • Σε ορισμένες χώρες, οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να οπλοφορούν.
    2