Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οπλοφορώ (ρήμα) - (παρόμοια:
οπλοφορία
-
κυκλοφορώ
)
Συνώνυμα
οπλοφορώ
φορώ όπλο
έχω όπλο
3
Αντώνυμα
αφοπλίζω
αφαιρώ όπλο
2
Ορισμός
Φοράω ή κουβαλώ όπλο μαζί μου.
Έχω το δικαίωμα να κουβαλάω όπλο.
2
Παραδείγματα
Ο φρουρός οπλοφορεί για την προστασία της εγκατάστασης.
Σε ορισμένες χώρες, οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να οπλοφορούν.
2