1. Λέξη
    κυκλοφορώ (ρήμα) - (παρόμοια: κυκλοφορία - κυκλοφορήσω - κυκλοφορήσει - κυκλοφοριακός - οπλοφορώ)
  2. Συνώνυμα
    • περιφέρομαι
    • γυρίζω
    • περιπλανιέμαι
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • ακινητώ
    • παραμένω
    3
  4. Ορισμός
    • Μετακινούμαι συνεχώς από ένα μέρος σε άλλο, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό.
    • Είμαι σε κυκλοφορία, δηλαδή διανέμομαι ή διακινούμαι σε ένα χώρο ή κοινότητα.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κυκλοφορώ στην πόλη για ώρες χωρίς να καταλήγω κάπου.
    • Το νέο νόμισμα θα κυκλοφορήσει από την επόμενη εβδομάδα.
    2