Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυκλοφορώ (ρήμα) - (παρόμοια:
κυκλοφορία
-
κυκλοφορήσω
-
κυκλοφορήσει
-
κυκλοφοριακός
-
οπλοφορώ
)
Συνώνυμα
περιφέρομαι
γυρίζω
περιπλανιέμαι
3
Αντώνυμα
σταματώ
ακινητώ
παραμένω
3
Ορισμός
Μετακινούμαι συνεχώς από ένα μέρος σε άλλο, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό.
Είμαι σε κυκλοφορία, δηλαδή διανέμομαι ή διακινούμαι σε ένα χώρο ή κοινότητα.
2
Παραδείγματα
Κυκλοφορώ στην πόλη για ώρες χωρίς να καταλήγω κάπου.
Το νέο νόμισμα θα κυκλοφορήσει από την επόμενη εβδομάδα.
2