Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ορίζοντας (ρήμα) - (παρόμοια:
ορίζομαι
)
Συνώνυμα
καθορίζοντας
προσδιορίζοντας
ορίζοντας
3
Αντώνυμα
απροσδιόριστα
ακαθόριστα
2
Ορισμός
Καθορίζοντας τα όρια ή τις λεπτομέρειες κάτι.
Προσδιορίζοντας με ακρίβεια μια έννοια ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Ορίζοντας τους στόχους μας, μπορούμε να επιτύχουμε καλύτερα αποτελέσματα.
Ορίζοντας τις προϋποθέσεις, εξασφαλίζουμε μια σαφή κατανόηση.
2