1. Συνώνυμα
    • καθορίζομαι
    • προσδιορίζομαι
    • οριοθετούμαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • απροσδιόριστος
    • αόριστος
    • ακαθόριστος
    3
  3. Ορισμός
    • Καθορίζομαι ή καθορίζω τα όριά μου.
    • Προσδιορίζομαι με σαφήνεια.
    • Οριοθετούμαι σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Οι αρμοδιότητές του ορίζονται από τον νόμο.
    • Το έργο ορίζεται από συγκεκριμένους στόχους.
    • Η συμπεριφορά του ορίζεται από τους κανόνες της κοινωνίας.
    3